- λαρυγγοπάθεια
- η(ιατρ.), η πάθηση του λάρυγγα, η λαρυγγίτιδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαρυγγοπάθεια — η πάθηση τού λάρυγγα και ιδίως η λαρυγγίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngopathie] … Dictionary of Greek